- δοτική
- Τρίτη πτώση των κλιτών μερών της ελληνικής γλώσσας. Η ετυμολογία της προέρχεται από την κυριότερη, κατά τους αρχαίους γραμματικούς, συντακτική χρήση της, εκείνη που δηλώνει το αντικείμενο προς το οποίο δίνεται κάτι. Για τον ίδιο λόγο από ορισμένους ονομάζεται και επισταλτική, γιατί καθορίζει αυτόν στον οποίο επιστέλλεται κάτι. Η δ. χρησίμευσε και για την έκφραση πολλών άλλων λειτουργιών. Έτσι έχουμε τη χαριστική, την ηθική, τη δ. του ποιητικού αιτίου, τη δ. αναφοράς, την τελική και την οργανική. Σήμερα, στη νέα ελληνική γλώσσα, η δ. έχει σχεδόν εκλείψει. Παραμένει μόνο σε ορισμένες σύνθετες λέξεις ή στερεότυπες εκφράσεις, όπως εν γνώσει, εν τάξει κλπ.
Στη λατινική, στη σανσκριτική και στις σλαβικές γλώσσες, όπως η ρωσική, υπάρχουν οι τύποι της δ. του αντικειμένου, της χαριστικής και της ένδειξης προορισμού μιας ενέργειας.
* * *η (AM δοτικήΑ δοτικός, -ή, -όν)το θηλ. ως ουσ. η τρίτη πτώση τών ονομάτων τής αρχ. Ελληνικής, τής Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται κάτιαρχ.επίθ. αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει.
Dictionary of Greek. 2013.